- Πάτροκλ'
- Πάτροκλε , Πάτροκλοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κενδρείσεια — και Κενδρείσια, τὰ και Κενδρείσαιαι, αἱ (Α) ονομασία εορτής και αγώνων στη Θράκη προς τιμήν τού Κενδρ(ε)ισού, δηλ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κενδρεισός + κατάλ. εια (πρβλ. Ακαδήμ εια, Πατρόκλ εια)] … Dictionary of Greek
συννοώ — έω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυννοῶ [νοῶ] 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ («ὅταν τινὰ τις ξυννοῇ ῥᾳδίως μανθάνοντα», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) συννοούμενος, ένη, ον αυτός που εξυπονοείται μαζί με κάποιον άλλο μσν. γνωρίζω συγχρόνως, ξέρω ταυτόχρονα … Dictionary of Greek